Η ιστορία της οικογένειας Στουρνάρα ξεκινάει με τον Στέφανο Κων. Στουρνάρα (1867-1928) στα τέλη του 19ου αιώνα. Γεννημένος στη Ζαγορά του Πηλίου το 1867, πρωτότοκο παιδί σε μία επταμελή οικογένεια, ζει παιδικά χρόνια μέσα σε μεγάλη ανέχεια. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος ήταν ναυτικός, σε καιρούς εξαιρετικά δύσκολους, με τον δέκα μόλις ετών Στέφανο να ζητά να συμβάλει και εκείνος, όπως μπορούσε, στα οικογενειακά βάρη.
Έτσι, ο πατέρας του τον παίρνει μαζί στο επόμενο ταξίδι και τον εμπιστεύεται σε έναν φίλο του έμπορο, προκειμένου να εργαστεί ως βοηθός στο κατάστημά του στη Σμύρνη. Ο ξενιτεμός κάνει τον νεαρό Στέφανο να νοσταλγεί τα πάτρια εδάφη και την οικογένειά του και να αγναντεύει προς δυσμάς από το λιμάνι της Σμύρνης. Αυτή η ψυχική του φόρτιση και η ανάγκη για έκφραση των συναισθημάτων του είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο ξεκινά να σχεδιάζει πάνω στα χάρτινα δέματα των παραγγελιών του καταστήματος που παραδίδει στους πελάτες.
Σπουδές και γνωριμία με τη φωτογραφία
Με παρότρυνση του αφεντικού του, που παρατήρησε το ταλέντο του νεαρού βοηθού, εξοικονομεί κάποια χρήματα για να σπουδάσει στην Αθήνα. Εκεί, για καλή του τύχη, προσλαμβάνεται ως βοηθός από έναν γιατρό, ο οποίος, αναγνωρίζοντας κι εκείνος την κλίση του στα εικαστικά, του αφήνει ελεύθερο χρόνο για να παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής και χαρακτικής στην Σχολή Καλών Τεχνών (σημερινή ΑΣΚΤ), από όπου αποφοιτά το 1889, έχοντας μαθητεύσει κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα στη ζωγραφική και στον Αριστείδη Λ. Ροβέρτο στη χαρακτική.
Για να συμπληρώσει το εισόδημά του ετοιμάζει χαρακτικά ξύλινα κλισέ για αναπαραγωγές εικόνων σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Τότε διαπιστώνει ότι η «φωτογραφία», αυτή η σχετικά νέα εφεύρεση στην τεχνική απεικόνισης, θα είναι το μέλλον· και αποφασίζει να της αφοσιωθεί.
Η φωτογραφία την εποχή εκείνη βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα κι ελάχιστοι ήταν οι «περίεργοι» που πειραματίζονταν και την χρησιμοποιούσαν. Και, ασφαλώς, δεν υπήρχε καμία βιβλιογραφία ή αρθρογραφία εκμάθησης της τεχνικής της στα ελληνικά.
Τότε, ο Στέφανος ξεκινά να μαθαίνει γαλλικά για να αποκτήσει πρόσβαση στη γαλλική βιβλιογραφία, μιας και τρεις τουλάχιστον πρωτοπόροι, που σήμερα αποκαλούνται «πατέρες της φωτογραφίας» (Niepce, Daguerre και Bayard), είχαν εφεύρει τεχνικές στις δεκαετίες του 1820 και 1830 στη Γαλλία, με την πατέντα της φωτογραφικής τεχνικής του Daguerre να κατατίθεται στο Παρίσι στις 19 Αυγούστου 1839, ημερομηνία ευρέως αποδεκτή γενικότερα ως εναρκτήρια για την τέχνη-τεχνική της φωτογραφίας.
Το νέο αυτό μέσο απεικόνισης εξελίσσεται ραγδαία και την εποχή που ο Στέφανος Στουρνάρας μαθαίνει τα μυστικά του, κυριαρχεί η τεχνική του υγρού κολλοδίου, η οποία απαιτούσε την εφαρμογή της φωτοευαίσθητης χημικής επίστρωσης σε υγρή μορφή πάνω στη γυάλινη πλάκα που θα έπρεπε να τοποθετήσει ο φωτογράφος στη μηχανή του πριν αυτή στεγνώσει και χάσει, έτσι, την ευαισθησία της στο φως. Τότε, ο Στέφανος φτιάχνει μόνος του έναν σκοτεινό θάλαμο για να ετοιμάζει τις γυάλινες πλάκες και ξεκινά επίσημα την αναπόσπαστη σχέση του με τη φωτογραφία.
Αγιογραφία και φωτογραφία στο Βόλο
Το 1889, αμέσως μετά την αποφοίτησή του από την ΑΣΚΤ, εγκαθίσταται μόνιμα στο Βόλο ως ο πρώτος ζωγράφος-φωτογράφος της πόλης.
Ασχολείται αρχικά με την αγιογράφηση εκκλησιών και φορητών εικόνων, όπως και την κοσμική ζωγραφική, αλλά, δυστυχώς, καθότι δεν υπέγραφε τα έργα του, πολλές αγιογραφίες του παραμένουν άγνωστες. Η πιο γνωστή, εν τούτοις, είναι η αγιογράφηση του τρούλου του Ι.Ν. Αγίου Νικολάου στην Κερασιά του Πηλίου.
Μετά από τρία χρόνια, το 1892, ανοίγει μαζί με τον αδελφό του Παναγιώτη το πρώτο φωτογραφείο του Βόλου, στην οδό Ερμού και Κουταρέλια, εξοπλίζοντάς το με τα πλέον σύγχρονα, για την εποχή, μηχανήματα.
Εκεί, ασχολείται με τη φωτογράφιση προσώπων, οικογενειών και νεονύμφων χρησιμοποιώντας εικαστικά πρότυπα της ζωγραφικής για την απεικόνιση των σκηνών με τον φωτογραφικό του φακό.
Στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, τον επονομαζόμενο «Ατυχή», ο Στέφανος Στουρνάρας, ως στρατευμένος, λαμβάνει μέρος στις μάχες του Βελεστίνου, Λοσφακίου, Προφήτη Ηλία Τυρνάβου και Βρύσης Τυρνάβου πολεμώντας αλλά και φωτογραφίζοντας παράλληλα. Στην τελευταία, μάλιστα, σύρραξη κι ενώ φωτογράφιζε τη μάχη, μία εχθρική οβίδα εξερράγη σε μικρή απόσταση και θα τον σκότωνε αν δεν τον προστάτευε η ογκώδης ξύλινη φωτογραφική μηχανή που βρισκόταν ακριβώς μπροστά του.
Πρώτες έγχρωμες καρτ ποστάλ
Μετά το τέλος του πολέμου αρχίζεινα περιηγείται σε διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας, στο Πήλιο και στις Σποράδες, στη Φθιώτιδα, στη βόρεια Εύβοια και ιδιαιτέρως στην Αιδηψό, που αποτελούσε αγαπημένο του τόπο διακοπών, φωτογραφίζοντας τοπία κυρίως, τα οποία, αφού εκτυπώνονταν σε κατάλληλα φωτογραφικά χαρτιά, επιχρωμάτιζε. Από το 1905 κι εξής ξεκινά να στέλνει τις επιχρωματισμένες αυτές φωτογραφίες σε εξειδικευμένα εργαστήρια στη Λειψία της Γερμανίας αλλά και αλλού, όπου με τη χρωμολιθογραφική μέθοδο μπορούσαν να αναπαραχθούν πολλαπλά αντίτυπα για εμπορική χρήση.
Αυτή η πρακτική αποτέλεσε μία εξαιρετικά δημοφιλή μέθοδο παραγωγής εγχρώμων δελταρίων (καρτ ποστάλ) για είκοσι και πλέον χρόνια και χάρη σε αυτήν εξαπλώθηκαν οι εικόνες του ελληνικού τοπίου σε όλα σχεδόν τα μέρη του κόσμου, καθώς πολλοί έστελναν κάρτες με φωτογραφίες σε οικείους και φίλους στο εξωτερικό. Ο ακριβής αριθμός των φωτογραφικών θεμάτων που έχουν αποτυπωθεί με αυτήν τη μέθοδο είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, αλλά υπολογίζεται κοντά στα χίλια, ένα εντυπωσιακό πλήθος εικόνων για τα δεδομένα της εποχής.
Έκθεση στο Μπορντώ και ενασχόληση με το εμπόριο φωτογραφικών ειδών
Το 1907 ο Στέφανος Στουρνάρας λαμβάνει μέρος στην Παγκόσμια Ναυτική Έκθεση του Μπορντώ της Γαλλίας, όπου και θα του απονεμηθεί το Αργυρό Βραβείο, καθώς και τιμητικό δίπλωμα για τις 50 εκτεθείσες φωτογραφίες του. Επίσης, την εποχή αυτή θα του απονεμηθεί ο τίτλος του φωτογράφου της Α.Β.Υ του Διαδόχου Κωνσταντίνου.
Από το 1908 κι εξής εργάζεται μόνος στο φωτογραφείο, καθώς οι αδελφοί του Παναγιώτης και Περικλής, εγκαθίστανται ως λαϊκοί στις Καρυές του Αγίου Όρους όπου και φωτογραφίζουν το τοπίο και τον μοναχικό βίο με την επωνυμία «Αδελφοί Κ. Στουρνάρα».
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους ο Στέφανος επισκέπτεται τμήματα της Μακεδονίας και της Θράκης, ενώ ο Περικλής θα φωτογραφίσει στη Μικρά Ασία το 1920 κατά τη διάρκεια του Μικρασιατικού Πολέμου.
Η συχνή επαφή του με το εξωτερικό, προκειμένου να παρακολουθεί και να ενημερώνεται για τις τεχνολογικές εξελίξεις γύρω από τη φωτογραφία, θα τον προτρέψει να ασχοληθεί και με το εμπόριο των συναφών ειδών, μηχανημάτων και αναλωσίμων. Για πολλά χρόνια ήταν ο μοναδικός προμηθευτής όλων των φωτογράφων της Θεσσαλίας, για τους οποίους η πολυετής πείρα του αποτέλεσε πολύτιμο αρωγό.
Θάνατος Στέφανου και συνέχεια της οικογενειακής επιχείρησης
Το νήμα της ζωής του κόπηκε μετά από σύντομη ασθένεια το 1928, σε ηλικία μόλις 61 ετών, αφήνοντας τη σύζυγό του Μαρία χήρα με δύο ανήλικα αγόρια, τον Κωνσταντίνο, 14 ετών, και τον Νικόλαο μόλις 10 ετών. Κι αν κανείς πετύχει τις καρτ ποστάλ του Στέφανου Στουρνάρα με δυο παιδιά να στέκονται το ένα δίπλα στο άλλο και παραδίπλα ένας σκύλος σε κάποια γωνιά του Βόλου, είναι πάντα οι δυο γιοί του που τους έβαζε να ποζάρουν μαζί με την Ίρμα, το αγαπημένο σκυλί της οικογένειας, το οποίο, αρνούμενο να τραφεί, πέθανε από τη θλίψη του στα πόδια του κρεβατιού όπου είχε ξεψυχήσει το αφεντικό του.
Παρόλη την τραγική απώλεια, το φωτογραφείο θα συνεχίσει να λειτουργεί με την επιμονή και τον αγώνα της Μαρίας Στουρνάρα, η οποία αναζήτησε τεχνικούς συνεργάτες με κύριο υπεύθυνο τον Καλιγούλα Αγραφιώτη, μέχρι να ενηλικιωθούν τα δύο παιδιά της, τα οποία ήδη βοηθούσαν σε αυτό.
Δοκιμές πρώτων εγχρώμων υλικών
Στα μέσα της δεκαετίας του '30 η επιχείρηση ξεκινά την παραγωγή των πρώτων ασπρόμαυρων φωτογραφικών καρτ ποστάλ (δηλ. τυπωμένων σε φωτογραφικό χαρτί), καθώς η μόδα για τις επιχρωματισμένες χρωμολιθογραφικές κάρτες με την τυπογραφία εκείνης της εποχής είχε παρέλθει. Τότε, όμως, αρχίζουν να εμφανίζονται και τα πρώτα υλικά για την εγγενώς έγχρωμη φωτογραφία.
Το Agfacolor Neu ήταν ένα τέτοιο υλικό σε μορφή διαφάνειας (slide), προϊόν του τότε φωτογραφικού γερμανικού βιομηχανικού κολοσσού Agfa, του οποίου την αντιπροσωπεία είχε το φωτογραφείο Στουρνάρα για όλη τη Θεσσαλία. Με αυτό το υλικό, τα δυο ενήλικα πλέον αδέλφια έκαναν τις πρώτες ρηξικέλευθες δοκιμές τους.
Στα χρόνια της κατοχής
Με την κήρυξη του πολέμου, ο Κωνσταντίνος και ο Νικόλαος επιστρατεύονται. Επιστρέφοντας στο Βόλο μετά την πτώση του μετώπου και την γερμανική εισβολή, θα συνεχίσουν να δουλεύουν το φωτογραφείο στα πολύ δύσκολα χρόνια της κατοχής, προβάλλοντας σκόπιμα στην βιτρίνα του καταστήματος την εμπορική τους σχέση με την γερμανική βιομηχανία, τη γνώση τους της γερμανικής γλώσσας και βγάζοντας, εξ ανάγκης, αναμνηστικές φωτογραφίες των κατακτητών. Παράλληλα, ωστόσο, αποθανατίζουν την ελληνική ζωή στα χρόνια της κατοχής σε όλη την περιοχή, ενώ ταυτόχρονα βγάζουν κρυφά φωτογραφίες και τους αντάρτες στο Πήλιο, είτε οι ίδιοι είτε μέσω έμπιστων ανθρώπων και συγγενών, στους οποίους έδιναν μηχανές και φιλμ, δεδομένου ότι οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν να λείψουν για καιρό από το φωτογραφείο χωρίς να κινήσουν υποψίες.
Αυτές οι ανεξίτηλα χαραγμένες μνήμες της κατοχής, τόσο με αφηγηματικό κείμενο εκ βαθέων ψυχής όσο και με πολύτιμο ιστορικά φωτογραφικό υλικό, ενίοτε επιζωγραφισμένο, παρουσιάζονται στο δίτομο έργο που δημιούργησε και δημοσίευσε ο ίδιος ο Νικόλαος Στουρνάρας τη δεκαετία του '80, με τίτλο «Αναδρομή στα Περασμένα».
Η επιχείρηση μετά τον πόλεμο
Μετά τον πόλεμο, ο μεγαλύτερος αδελφός Κωνσταντίνος Στουρνάρας (1914-1965) αναλαμβάνει το κατάστημα στο Βόλο και το διευθύνει μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, σε ηλικία 51 ετών. Η μόνη κόρη του Κωνσταντίνου, Μαριέττα, δεν ασχολήθηκε με τη φωτογραφία.
Ο Νικόλαος Στουρνάρας (1918-1993), αντίθετα, εγκαθίσταται το 1948 στην Αθήνα όπου, μετά από λίγο καιρό, ανοίγει φωτογραφείο στην περιοχή του Συντάγματος, αρχικά στην οδό Βουλής 22α με την επιγραφή: «Ινστιτούτον Απλής και Εγχρώμου Φωτογραφίας» και μετέπειτα στη συμβολή των οδών Ερμού και Διομείας 3, ασχολούμενος κυρίως με φωτογραφίσεις προσώπων, οικογενειών, παιδιών και πορτραίτα ηθοποιών για τα περιοδικά της εποχής.
Έκανε κι ένα πέρασμα από τον ελληνικό κινηματογράφο το 1960, όταν ανέλαβε υπεύθυνος φωτογραφίας της ασπρόμαυρης noir ταινίας «Ο δολοφόνος αγαπούσε πολύ».
Συνεργασία με ΕΟΤ και Υπουργείο Πολιτισμού και Παιδείας
Παράλληλα με την καλλιτεχνική και εφαρμοσμένη φωτογραφία, ήδη από την δεκαετία του '50 είχε αρχίσει να ταξιδεύει σε όλη την Ελλάδα αποθανατίζοντας τα τοπία και τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της με εξαιρετική τεχνική φωτισμού που προσέδιδε ευαισθησία και πλαστικότητα στις εικόνες. Ξεκινά, έτσι, μια μακρόχρονη συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού και τον ΕΟΤ που έφερε τις ομορφιές της Ελλάδας με τις φωτογραφίες του Νικόλαου Στουρνάρα σε όλον τον πλανήτη. Ταυτόχρονα, ο ίδιος επεκτείνει τη δραστηριότητά του σε μαζική παραγωγή φωτογραφιών αρχαιολογικού και τουριστικού περιεχομένου, από τη μορφή ασπρόμαυρων καρτ ποστάλ διαφόρων μεγεθών. Όλα τα ασπρόμαυρα προϊόντα θα παράγονταν με την παραδοσιακή φωτογραφική μέθοδο, ήταν δηλαδή φωτογραφίες που εκτυπώνονταν σε μεγάλες ποσότητες στους σκοτεινούς θαλάμους της επιχείρησης. Ξεχωριστός τομέας ήταν η παραγωγή εγχρώμων slides, με κύριο πελάτη το Υπουργείο Παιδείας, για προβολές συνήθως εκπαιδευτικού σκοπού.
Με την περαιτέρω εξέλιξη της έγχρωμης φωτογραφίας και την εμφάνιση, στην δεκαετία του ’60, της εκτυπωτικής τεχνικής offset που, τυπώνοντας με χρωματιστά μελάνια επάνω σε οποιοδήποτε απλό χαρτί, καθιστούσε δυνατή την παραγωγή χιλιάδων αντιτύπων σε μικρό χρονικό διάστημα και με μικρό κόστος, η τουριστική συλλογή της επιχείρησης επεκτάθηκε σε πολλά άλλα προϊόντα, όπως έγχρωμα καρτ ποστάλ, λευκώματα, αφίσες, πολύπτυχα, τουριστικούς και αρχαιολογικούς οδηγούς κλπ.
Αυτά τυπώνονταν αρχικά στην Αμερική και μετέπειτα, όταν η τεχνολογία της offset εδραιώθηκε στη χώρα μας, και στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής πωλείται —μέσω του Υπουργείου Πολιτισμού— στα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους.
Τρίτη γενιά στην επιχείρηση
Ο Νικόλαος Στουρνάρας, με την σύζυγό του και πιστή αρωγό Αικατερίνη (1922-2016), απόκτησαν δύο παιδιά, τον Στέφανο (γεν.1948) και την Μαρία (γεν.1953). Το 1973 μπαίνει στην επιχείρηση ο γιός τους Στέφανος Στουρνάρας, μετά την αποφοίτησή του από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και τις ακόλουθες σπουδές του στην Fachhochschule Koeln της Γερμανίας πάνω στην τεχνολογία της φωτογραφίας. Εξοπλισμένος με όλες τις γνώσεις για τις σύγχρονες εξελίξεις στον κλάδο και με συνεχή ενημέρωση στον τομέα αυτό, προσθέτει στις δραστηριότητες της επιχείρησης και μια μακρόχρονη συνεργασία με διάφορες Εφορείες Αρχαιοτήτων, πάνω στην αρχαιολογική φωτογραφία σε μουσεία και επιτόπιες ανασκαφές, τόσο για την σωστή τεκμηρίωση και μελέτη των ευρημάτων, όσο και για τις εκδόσεις λευκωμάτων, καταλόγων εκθέσεων, αφισών κλπ. του Υπουργείου Πολιτισμού.
Η πιο πρόσφατη προσωπική του συμβολή είναι η ανάπτυξη της αεροφωτογραφίας με drones στον τομέα της αρχαιολογικής φωτογράφισης, τεχνική που έχει προστεθεί την τελευταία πενταετία στις προσφερόμενες υπηρεσίες της επιχείρησης.
Από το 1976, μετά τις σπουδές της στην Ιταλία, συμπληρώνει την ομάδα και η αδελφή του Μαρία, η οποία συμμετείχε στην επιχείρηση έχοντας ειδικευθεί στις γραφικές τέχνες και στον σχεδιασμό και επιμέλεια εντύπων.
Η τέταρτη γενιά παίρνει τη σκυτάλη
Τέλος, κι ενώ η τρίτη γενιά αποχωρεί σιγά-σιγά, την σκυτάλη της επιχείρησης κρατά σήμερα ο γιός του Στέφανου, Νικόλας Στουρνάρας (γεν. 1980), εκπρόσωπος της τέταρτης γενιάς, έχοντας στη φαρέτρα του το Bachelor of Arts Honours στη φωτογραφία από το Middlessex University, μεταπτυχιακές σπουδές στην Ολλανδία και προ παντός μια πολύχρονη μαθητεία δίπλα στον πατέρα του
και μία ιδιαίτερη έφεση στην καλλιτεχνική, κυρίως εικαστική, ευαισθησία του παππού του, ιδιαίτερα όσον αφορά την επικοινωνία του με το φως και την ικανότητά του να προσδίδει πλαστικότητα στη φωτογράφιση πορτραίτων και ανθρωπίνων μορφών.